- υψηλοφρονώ
- (ε) αμετ.1) быть высокомерным, гордым; 2) быть благородным
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υψηλοφρονώ — ὑψηλοφρονῶ, έω, ΝΜΑ [ὑψηλόφρων, ονος] είμαι υψηλόφρων … Dictionary of Greek
ὑψηλοφρονῶ — ὑψηλοφρονέω to be high minded pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑψηλοφρονέω to be high minded pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωροφρονώ — μετεωροφρονῶ, έω (Α) σκέπτομαι για υψηλά πράγματα, υψηλοφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + φρονῶ (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλο φρονώ] … Dictionary of Greek